- ἀφετήρ
- ἀφετήρstarting-pointmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφετῆρα — ἀφετήρ starting point masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφετῆρος — ἀφετήρ starting point masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφετήρας — ο (Α ἀφετήρ) [αφίημι] νεοελλ. ο μηχανισμός με τον οποίο ρίχνονται ανθυποβρυχιακές βόμβες από πολεμικό σκάφος αρχ. αφετηρία, σημείο εκκίνησης … Dictionary of Greek
αφετηρία — η (Α ἀφετήριος, α, ον) [αφετήρ] το θηλ. ως ουσ. η γραμμή από την οποία ξεκινούν οι δρομείς νεοελλ. 1. το σημείο από το οποίο ξεκινούν λεωφορεία και άλλα μεταφορικά μέσα 2. αρχή, ξεκίνημα αρχ. 1. ο κατάλληλος να εκσφενδονίζει αντικείμενα 2.… … Dictionary of Greek